-
1 λοῖσθος
λοῖσθ-ος (A), ον,A left behind, last, Il.23.536, Lyc.163, Euph.51.13, etc.; : [comp] Sup. - ότατος last of all, Hes.Th. 921; - οτάτας χάριτας the last honours (to the dead), IG14.1721.------------------------------------λοῖσθος (B), ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοῖσθος
-
2 λοισθος
2последний, крайний(ἀνήρ Her.)
λοῖσθον δόρυ Eur. — наконечник копья;λ. ἰατρὸς κακῶν Soph. = θάνατος -
3 ἰατρός
A like ἰατήρ, one who heals, physician or surgeon, Il.16.28, al., Hdt.3.130sq.;ἰητρὸς ἀνήρ Il.11.514
; φὼς ἰ. A.Supp. 261; ἥρως ἰ., worshipped at Athens and elsewhere, D. 19.249, IG22.840, AB263, etc.; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰςπρὸς τομῶντι πήματι S.Aj. 581
; ἰατρῶν παῖδες, for ἰατροί, Luc.Hist. Conscr.7; as a name of Apollo, Ar.Av. 584 (anap.), Lyc.1207, IPE2.6 ([place name] Panticapaeum);ἰ. ὀφθαλμῶν, κεφαλῆς, ὀδόντων Hdt.2.84
: as fem., of Artemis, Diog. Trag.1.5; of Aphrodite, Plu.2.143d: pl., of certain Nymphs in Elis, Hsch.; midwife, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B., Hsch. s.v. μαῖα.II metaph., εὐφροσύνα πόνων ἰ. Pi.N.4.2; ὦ θάνατε,.. τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰ. A.Fr. 255;ὁ θάνατος λοῖσθος ἰ. νόσων S.Fr. 698
; , cf. Ch. 699; [ ἀτυχίας] Antipho 2.2.13;τῆς πόλεως < κακῶς> βουλευσαμένης Th.6.14
;λύπης ἰ. χρόνος Diph.117
;τῆς ὕβρεως Ath.14.627e
: Comically, βουλιμίας, of a table, Timocl.13.3; γῆς ἰ., of a farmer, Secund.Sent. 16. [ῑᾱ Trag., also Antiph.259, Diph.88, Men.497, etc.: ῐα in [Emp.] 157, E.Fr. 1072, Ar.Ec. 363, Pl. 406, Philem.11, Men.282, etc.: ῑᾱ monosyll., TAM2(1).369.]
См. также в других словарях:
λοίσθος — (I) λοῑσθος, ον (Α) έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < *λοιhισ θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ … Dictionary of Greek